- αἴθριον
- αἴθριονclearneut nom/voc/acc sgαἴθριοςclearmasc/fem acc sgαἴθριοςclearneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰθρίοις — αἴθριον clear neut dat pl αἴθριος clear masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρίου — αἴθριον clear neut gen sg αἴθριος clear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρίων — αἴθριον clear neut gen pl αἴθριος clear masc/fem/neut gen pl αἰθριάω expose to the air imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) αἰθριάω expose to the air imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρίῳ — αἴθριον clear neut dat sg αἴθριος clear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθρια — αἴθριον clear neut nom/voc/acc pl αἴθριος clear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθριο — Χώρος που βρίσκεται μπροστά από τους εσωτερικούς χώρους μιας κατοικίας ή ενός δημόσιου κτιρίου και τους απομονώνει από την είσοδο. Στις ιδιωτικές κατοικίες το α. έχει κυρίως σκοπό να χωρίζει τους υπόλοιπους χώρους μιας οικίας από το ύπαιθρο. Στα… … Dictionary of Greek
αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… … Dictionary of Greek
άτριο — το (AM ἄτριον) αρχιτ. 1. το πρώτο και μεγαλύτερο στεγασμένο τμήμα της αρχαίας ρωμαϊκής κατοικίας όπου οδηγούσαν όλα τα άλλα δωμάτια, ο πρόδομος 2. το αίθριο, τετράγωνη περίστυλη αυλή των εκκλησιών 3. πρόναος ή εξωτερική αυλή των εκκλησιών των… … Dictionary of Greek
αιθρίδιον — αἰθρίδιον, το (Α) μικρό αίθριο, μικρός πρόδομος (οικήματος). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τής λ. αἴθριον*] … Dictionary of Greek
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek